Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μοιρολογώ [miroloγó] & -άω, -ιέμαι Ρ10.11 : 1. λέω θρηνητικό τραγούδι για νεκρό. || κλαίω. 2. (σπάν.) παραπονιέμαι ή δυσανασχετώ για τη μοίρα μου.
[ελνστ. μοιρολογῶ (< φρ. μοῖραν λέγω)]
[Λεξικό Κριαρά]
- μοιρολογώ· μερολογούμαι· μοιργολογούμαι· μοιριολογώ.
-
- (Ενεργ. και μέσ.)
- 1)
- α) Θρηνώ νεκρό με αμοιβή:
- ήλθον κι οι μοιρολογίστρες και εμοιρολόγισάν τον (Λουκάνη, Ομήρ. Ιλ. ΚΔ́ [470])·
- β) (μτβ. και αμτβ.) (μεταφ.):
- να φας … εκ του νεκρού τα κόλλυβα … να του μοιρολογήσεις; (Πουλολ. ΑΖ 5· Πουλολ. 136 κριτ. υπ.)·
- γ) (μτβ. και αμτβ.) θρηνώ προσφιλές νεκρό πρόσωπο:
- ο αδελφός τον κλαίει, … τον μοιρολογάται (Λίμπον. 414)·
- μοιρολογιάται από καρδίας εις τον τάφον της καλής του (Αχιλλ. (Smith) N 1851)·
- (με σύστ. αντικ.):
- (Πεντ. Γέν. L 10).
- α) Θρηνώ νεκρό με αμοιβή:
- 2)
- α) (Μτβ. και αμτβ.) θρηνώ, κλαίω (για θλιβερό γεγονός):
- μοιρολογά την αρπαγήν της κόρης (Διγ. Esc. 1013)·
- Είδ’ αυτούνος τον λαόν το πως μοιρολογάται (Χούμνου, Κοσμογ. 2373)·
- (με είδος σύστ. αντικ.):
- μοιρολογεί τραγώδημαν (Καλλίμ. 1670)·
- β) (αμτβ.) (μεταφ.):
- η θάλασσα … εμοιρολογάτο (Τζάνε, Κρ. πόλ. 20013)·
- μοιρολογούν οι κάμποι (Αλφ. ξεν. Αθ. 20).
- α) (Μτβ. και αμτβ.) θρηνώ, κλαίω (για θλιβερό γεγονός):
- 1)
[μτγν. μοιρολογέω. Η λ. και σήμ.]
- (Ενεργ. και μέσ.)