Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μοιρολατρικός -ή -ό [mirolatrikós] Ε1 : που αναφέρεται στο μοιρολάτρη ή στη μοιρολατρία: Mοιρολατρική αντιμετώπιση των δυσκολιών.
μοιρολατρικά ΕΠIΡΡ: Δέχτηκε ~ τα χτυπήματα της μοίρας. [λόγ. μοιρο λάτρ(ης) -ικός]