Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μοιράζω [mirázo] -ομαι Ρ2.1 : 1α. χωρίζω κτ. σε μερίδια, συνήθ. ίσα, και δίνω από ένα σε κάθε πρόσωπο, συνήθ. σε δικαιούχο: Mοίρασε την περιουσία του στα τρία παιδιά του. H εταιρεία μοιράζει κέρδη στους μετόχους. Mοιράζει τα χαρτιά της τράπουλας στους συμπαίκτες του. ΠAΡ ΦΡ δεν ξέρει να μοιράσει δύο γαϊδάρων (τ΄) άχυρο, είναι τελείως ανίκανος. β. (για αλληλοπάθεια) χωρίζω κτ. σε μερίδια από τα οποία παίρνω κι εγώ ένα: Mοιράζει τα κέρδη με το συνεταίρο του. Tα δύο κόμματα μοι ράστηκαν το σύνολο των βουλευτών. Mοιράζομαι κτ. με κπ., το χρησιμοποιώ μαζί μ΄ αυτόν: Mοιράζεται το δωμάτιο με ένα φίλο του, μένουν μαζί. Mοιράζονται το ίδιο κρεβάτι, κοιμούνται μαζί. ΦΡ δεν έχουν τίποτα να μοιράσουν, δεν υπάρχει αιτία διενέξεων μεταξύ τους. || ανακοι νώνω, συνήθ. ένα συναίσθημα, σε κπ. με σκοπό να τον κάνω κοινωνό: Mοιράζο μαι τη χαρά / τη λύπη. (έκφρ.) μοιρασμένη χαρά, διπλή χαρά, η χαρά γίνε ται πιο μεγάλη, όταν τη μοιραζόμαστε με κπ. μοιρασμένη λύπη, μισή λύ πη, η λύπη μετριάζεται, όταν τη μοιραζόμαστε με κπ. γ. κατανέμω ιεραρ χώντας: Mοιράζει λογικά το χρόνο του στη δουλειά, στον ύπνο και στη διασκέδαση. 2α. χωρίζω σε τμήματα: Mοίρασε το στρατό στα δύο. β. δίνω κτ. σε καθένα από μια σειρά προσώπων: Ο παπάς μοιράζει το αντίδωρο στους πιστούς. Στο τέλος της γιορτής μοιράστηκαν δώρα. γ. ισοδυ ναμεί με ρήμα που παράγεται από το αντικείμενο και δηλώνει ότι η πρά ξη επαναλαμβάνεται πολλές φορές: Mοιράζει χαμόγελα / φιλιά / κομπλι μέντα. Mοιράζει υποσχέσεις που δεν πρόκειται να τις τηρήσει.
[ελνστ. ή μσν. μοιράζω < ελνστ. μοιρ(ῶ) μεταπλ. -άζω με βάση το συνοπτ. θ. μοιρασ-]
[Λεξικό Κριαρά]
- μοιράζω· ημοιράζω· μεράζω.
-
- I. Ενεργ.
- 1)
- α) Μοιράζω, διανέμω:
- ο βασιλεύ … το ψωμί … εμέραζε εισέ όλην την χώραν (Χρον. σουλτ. 8529)·
- β) (προκ. για τον προκαθορισμό των μελλόντων από τη Μοίρα):
- τα πράγματα της γης εσύ (ενν. Μοίρα) που τα μοιράζεις (Φαλιέρ., Ιστ. 132)·
- γ) προσφέρω, χαρίζω:
- Περί μοναχών οπού έχουν πράγματα πρακτικά και μοιράζουν (Βακτ. αρχιερ. 166)·
- δ) (σε ιδιάζ. χρ.):
- από τες χείρες σου κι εγώ ας είμαι μερασμένη (Φαλιέρ., Θρ. 168).
- α) Μοιράζω, διανέμω:
- 2)
- α) Μοιράζομαι κ. με κάπ. άλλο:
- (Ερωτόκρ. Δ́ 1204)·
- εκείνοι οπού είχασι τα εμοίραζαν μετ' εκείνους οπού δεν είχασι (Νεκταρ., Ιεροκοσμ. Ιστ. 76)·
- β) συμμερίζομαι:
- εις δε τας λύπας … τρέχε και … μοίραζε το πάθος (Σπαν. (Λάμπρ.) Va 432).
- α) Μοιράζομαι κ. με κάπ. άλλο:
- 3)
- α) Κατανέμω, χωρίζω (συν.) σε ίσες ομάδες, διαιρώ:
- (Άνθ. χαρ. 28912)·
- εμέρασε ο Ταμερλάνος το φουσσάτο του εισέ δύο (Χρον. σουλτ. 3913)·
- β) (μεταφ.):
- Οι ουρανοί μας έδωκαν … μοιρασμένην όλην ετούτην την ζωήν (Σουμμ., Παστ. φίδ. Ά [173])·
- γ) (μαθημ.):
- δέκα φορές εκατόν πενήντα κάμνουν ͵αφ· και μοίρασέ τα με έξι (Καραβ. 49211)·
- δ) κατατάσσω, ταξινομώ:
- Τον στρατόν … εις τάγματα μοιράσε (Κορων., Μπούας 55)·
- ε) ξεχωρίζω· αποχωρίζω:
- το μισό παιδιών του Ισραέλ ος εμέρασεν ο Μωσέ από τους αθρώπους τους στρατιώτες (Πεντ. Αρ. XXXI 42· Γέν. XLIX 7).
- α) Κατανέμω, χωρίζω (συν.) σε ίσες ομάδες, διαιρώ:
- 4)
- α) Σκίζω, χωρίζω (πβ. μέσα (II) 5):
- τον έναν έδωσε σπαθεάν … και μέσα τον εμοίρασεν απάνω έως κάτω (Αχιλλ. L 432)·
- β) (προκ. για θηρία) διαμελίζω, κομματιάζω:
- όρνιθες και κύνες … σε μοιράσουν (Λουκάνη, Ομήρ. Ιλ. ΚΒ́ [324]· Διγ. O 930).
- α) Σκίζω, χωρίζω (πβ. μέσα (II) 5):
- 5) Διασκορπίζω· (εδώ μεταφ.):
- (Λίβ. Esc. 1953)·
- τον μεγάλον κίνδυνον πώς είχετε μοιράσει; (Ιστ. Βλαχ. 1224).
- 6)
- α) Μεταδίδω· μεταλαμπαδεύω:
- εγέμισαν τον κόσμον με σοφίαν … κι εις όλους την εμοίρασαν (Ιστ. Βλαχ. 420)·
- β) μεταβιβάζω την κυριότητα (με γραπτό κείμενο), αφήνω σε κάπ.· κληροδοτώ:
- πάντα όσα εμοίρασεν εις αυτήν την διαθήκην (Ασσίζ. 3963)·
- γ) (μεταφ.):
- είδωλα ος δεν τα ήξεραν και δεν εμέρασαν αυτωνών (Πεντ. Δευτ. XXIX 25).
- α) Μεταδίδω· μεταλαμπαδεύω:
- 7) (Προκ. για την έκβαση ενός αγώνα) πιθανολογώ, αποδίδω τη νίκη στον ένα ή τον άλλο:
- εις μάχην ήστεκαν και εμοίραζαν την νίκην (Λίβ. N 2050).
- 1)
- IΙ. Μέσ.
- 1) Μοιράζομαι, παίρνω κ. από κοινού με κάπ.:
- οι θειούδες του ρηγός … εμοιράστησαν το νησσίν του (Μαχ. 45034).
- 2)
- α) Χωρίζομαι, διαιρούμαι:
- Οι Φράγκοι μοιραστήκασι κι επηαίνασι χωσμένοι (Τζάνε, Κρ. πόλ. 2577)·
- β) (με ενεργ. σημασ.):
- εμοιράστην απάνου τους νύχτα, αυτός και οι σκλάβοι του, και έδερέ τους (Πεντ. Γέν. XIV 15)·
- γ) (μεταφ.) διχάζομαι:
- 'ς δυο εμοιράστηκα κι άφηκα στην κερά μου … το νου και την καρδιά μου και το κορμί στη δούλεψη του βασιλιού μου επήρα (Ερωφ. Ά 251).
- α) Χωρίζομαι, διαιρούμαι:
- 3) (Προκ. για διαμελισμό, κομμάτιασμα):
- τα λιοντάρια … αλλήλως τως ζιμιό το μοιραστήκα (ενν. το κορμί) (Ερωφ. Έ 198· Έ 664).
- 4) Συγχέομαι, μπερδεύομαι· διαφοροποιούμαι:
- ουκάποτε εμοιράσθησαν οι γλώσσες όλες (Διήγ. Αλ. G 264).
- 1) Μοιράζομαι, παίρνω κ. από κοινού με κάπ.:
- Φρ.
- 1) Μοιράζω τον λόγον, βλ. λόγος Φρ. 19.
- 2) Μοιράζομαι κατά νουν = η σκέψη μου πλανιέται σε πολλά, το μυαλό μου διασπάται σε πολλά:
- (Λίβ. Esc. 3510).
[<μτγν. μοιράω. Η λ. στο Βλάχ. και σήμ.]
- I. Ενεργ.