Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μογγολικός -ή -ό [moŋgolikós] Ε1 : I. που αναφέρεται στη Mογγολία ή στους Mογγόλους: Mογγολικό κράτος. || Mογγολική φυλή, η κίτρινη. Άτομο με μογγολικά χαρακτηριστικά. Mογγολικές γλώσσες. Mογγολική κηλίδα, σκουρόχρωμη κηλίδα που παροδικά εμφανίζεται στο ανθρώπινο δέρμα. || (ως ουσ.) η μογγολική, τα μογγολικά, η μογγολική γλώσσα. II. που αναφέρεται στο μογγολισμό: Mογγολική ιδιωτεία.
[λόγ.: I: Μογγό λ(ος) -ικός· II: σημδ. γαλλ. mongolien (δες στο μογγολισμός)]