Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μνηστεύω [mnistévo] -ομαι Ρ5.1 (συνήθ. παθ.) : (λόγ.) αρραβωνιάζω.
[λόγ. < αρχ. μνηστεύω]
[Λεξικό Κριαρά]
- μνηστεύω.
-
- I. (Ενεργ.) συνδέω κάπ. με αμοιβαία υπόσχεση γάμου, αρραβωνιάζω:
- με τον υιόν του βασιλέως … μνηστεύει την θυγατέρα της (Ιστ. δεσποτών Ηπείρ. 79).
- II. Μέσ.
- 1) (Αμτβ. και μτβ.) δίνω υπόσχεση γάμου, αρραβωνιάζομαι:
- Μνηστεύεταί τις και παρών εις τόπον δι’ αυτού και διά άλλου και δι’ επιστολής (Ελλην. νόμ. 5244· Ιστ. δεσποτών Ηπείρ. 26)·
- (με γεν.):
- Εάν μνηστευθῄ άνθρωπος γυναικός … (Ελλην. νόμ. 5247).
- 2) (Μτβ.) δίνω για κάπ. υπόσχεση γάμου, αρραβωνιάζω κάπ.:
- εμνηστεύσατό με ο πατήρ μου μετά του δείνα (Ελλην. νόμ. 55815).
- 1) (Αμτβ. και μτβ.) δίνω υπόσχεση γάμου, αρραβωνιάζομαι:
[αρχ. μνηστεύω. Μέσ. ‑ομαι και σήμ.]
- I. (Ενεργ.) συνδέω κάπ. με αμοιβαία υπόσχεση γάμου, αρραβωνιάζω: