Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μνησικακία
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μνησικακία η [mnisikakía] Ο25 : η ιδιότητα και ιδίως το συναίσθημα που χαρακτηρίζει το μνησίκακο άνθρωπο: Aισθάνομαι ~ για κπ.

[λόγ. < ελνστ. μνησικακία]

[Λεξικό Κριαρά]
μνησικακία η.
  • Το να μνησικακεί κάπ.:
    • (Ιστ. Βλαχ. 620).

[μτγν. ουσ. μνησικακία. Η λ. και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες