Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μνημόσυνο το [mnimósino] Ο40 : 1. ιερή ακολουθία που γίνεται για την ανάπαυση της ψυχής ενός νεκρού: Tο ~ κανονικά γίνεται σαράντα μέρες, ένα χρόνο και τρία χρόνια ύστερα από το θάνατο. Aρχιερατικό ~. Δίσκος μνημοσύνου, δίσκος με κόλλυβα. 2. ομαδική εκδήλωση που γίνεται για να τιμηθεί η μνήμη μιας προσωπικότητας: Φιλολογικό ~ του Kωστή Παλαμά / του Οδυσσέα Ελύτη. Πολιτικό ~ του Bενιζέλου.
[ελνστ. μνημόσυνον, αρχ. σημ.: `ανάμνηση, μνημείο΄]
[Λεξικό Κριαρά]
- μνημόσυνον το.
-
- 1) Ανάμνηση, (εν)θύμηση:
- (Ιστ. Βλαχ. 1992)·
- τας κούπας τας αργυράς … αφήκε διά μνημόσυνον αυτού (Έκθ. χρον. 7028)·
- φρ.
- (1) ανατίθημι μνημόσυνον, βλ. ανατίθημι Iβ·
- (2) έχω (το) μνημόσυνον = μνημονεύομαι:
- (Ιστ. Βλαχ. 1656), (Σπαν. (Ζώρ.) V 482).
- 2) (Εκκλ.· στον εν. και πληθ.) δέηση συν. σε ειδική τελετή για την ψυχή νεκρού:
- Μετά μεγάλης της τιμής μνημόσυνον του ποίκε (Θησ. Β́ [735])·
- τα μνημόσυνα αυτής (ενν. της μητρός) καλώς τελέσας (Διγ. Z 4127).
- 3) (Εκκλ.) προκ. για τη μνημόνευση αυτοκράτορα, πατριάρχη, επισκόπου, κ.ά., με ειδική μεγαλόφωνη ευχή κατά τη θεία λειτουργία):
- έπαυσαν το μνημόσυνον Φιλοθέου του πατριάρχου (Byz. Kleinchron. Á 9633)·
- Περί μνημοσύνων του αρχιερέως (Βακτ. αρχιερ. 168).
[αρχ. ουσ. μνημόσυνον. Η λ. και σήμ. (‑ο)]
- 1) Ανάμνηση, (εν)θύμηση: