Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- μνειώνομαι.
-
- ?:
- είδεν ο κύριος και εμνειώθην από κακιά γιων του και θεγατέρων του (Πεντ. Δευτ. ΧΧΧΙΙ 19).
[άγν. ετυμ.· πιθ. σχετ. με το μειώ ‑ώνω (Hesseling) ή το νεότ. λαϊκ. μανιώνω (Δημ., Κριαρ.· πβ. αυτ. 22: 'στιά επύρωσεν εις το θυμό μου]
- ?: