Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μνήμη η [mními] Ο30α : 1α. η ικανότητα του εγκεφάλου να διατηρεί γνώσεις ή εντυπώσεις και να τις ανακαλεί, όταν θέλει· (πρβ. αμνησία, λήθη): Γερή / δυνατή / αδύνατη ~. Δεν τον βοηθάει η ~ του. Aν δε με γελάει / απατά η ~ μου, αν θυμάμαι καλά. Έχει ~ ελέφαντα ή είναι τέρας μνήμης, έχει πολύ δυνατή μνήμη. (λόγ. έκφρ.) από μνήμης, όχι διαβάζοντας· απέξω: Λέω / απαγγέλλω κτ. από μνήμης. ο / η / το αλήστου* μνήμης. || (ψυχ.): Λειτουργίες / ανωμαλίες της μνήμης. Bάθος / πλάτος / πιστότητα / ετοιμότητα της μνήμης. Mηχανική ~, χωρίς βαθύτερη κατανόηση του αντικειμένου. ANT κριτική ~. Aγχίνους* ~. Επιλεκτική* ~. β. το τμήμα του εγκεφάλου στο οποίο διατηρούνται οι γνώσεις ή οι εντυπώσεις: Έχω / διατηρώ κτ. στη ~ μου, το θυμάμαι. Γεγονός που έμεινε βαθιά χαραγμέ νο στη ~ μου. γ. κάθε τμήμα ηλεκτρονικής συσκευής που μπορεί να αποθηκεύει πληροφορίες και να τις δίνει, όταν ζητηθούν: H ~ του ηλεκτρονικού εγκεφάλου. 2. ανάμνηση: Οι μνήμες του λαού / του έθνους. Γέροι βυθισμένοι στις μνήμες τους. || η ανάμνηση ορισμένου νεκρού: Γιορτή για τη ~ ενός αγίου. Έκανε μία δωρεά στη ~ του αδελφού του. Tο βιβλίο κυκλοφορεί ως αφιέρωμα στη ~ του Mανόλη Tριανταφυλλίδη. (εκκλ.) Aιωνία του η ~, (ως ευχή για νεκρό) να τον θυμόμαστε και να τον τιμάμε πάντα. (έκφρ.) αιωνία του η ~, για πρόσωπο που δε ζει πια ή για πράγμα που έχει καταστραφεί.
[λόγ. < αρχ. μνήμη (1γ: σημδ. αγγλ. memory)]
[Λεξικό Κριαρά]
- μνήμη η.
-
- 1) Μνήμη, μνημονικό:
- (Συναξ. γυν. 3)·
- φρ. επί μνήμης φέρω = θυμάμαι:
- (Διγ. Z 2678).
- 2) Ανάμνηση:
- (Κυπρ. ερωτ. 1339).
- 3) Μνημόσυνο, επέτειος θανάτου· εορτασμός στη μνήμη κάπ. αγίου:
- (Βίος Αλ. 3913)·
- είχαμεν την μνήμην του αγίου Ιωάννου (Διήγ. πανωφ. 55).
- 4) Υπόμνηση, σημείωση, καταχώριση:
- Μνηστεία εστίν μνήμη και επαγγελία των μελλόντων γαμείσθαι (Ελλην. νόμ. 52326).
- 5) Μνεία, αναφορά, αναγνώριση:
- στα νησία φτάνουσι όλα και συμμερίσα και μνήμη τότες και μιστό γιατούτο αποκτήσα (Τζάνε, Κρ. πόλ. 43418).
- 6) Σκέψη, ιδέα, λογισμός:
- εάν εγκύμων η ψυχή σου γένηται εκ κακής μνήμης του διαβόλου … (Φυσιολ. (Κaim.) 61b21).
[αρχ. ουσ. μνήμη. Η λ. και σήμ.]
- 1) Μνήμη, μνημονικό: