Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μνήμα το [mníma] Ο48 : (οικ.) ο τάφος: Kλαίει στο ~ του παιδιού της. || (πληθ.) το νεκροταφείο: Στα εβραίικα μνήματα.
[αρχ. μνῆμα]
[Λεξικό Κριαρά]
- μνήμαν το· μνήμα.
-
- 1) Τάφος:
- (Απολλών. 712)·
- (προκ. για τον υποτιθέμενο τάφο του Μωάμεθ στη Μέκκα):
- (Διγ. Esc. 537)·
- έκφρ. μνήμα του Χριστού = ο Πανάγιος Τάφος:
- (Σκλέντζα, Ποιήμ. 1146).
- 2) (Στον πληθ.) νεκροταφείο, κοιμητήριο:
- εις των Εβραίων τα μνήματα … θάψετέ την (Σαχλ., Αφήγ. 908).
- 3) (Σε μεταφ). προκ. για τόπο βαθύ και σκοτεινό:
- εκατήντησα στου δράκοντος το στόμα κι εμπήκα εις μνήμα σκοτεινόν (Απόκοπ. 66).
[αρχ. ουσ. μνήμα. Ο τ. και σήμ.]
- 1) Τάφος: