Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μιτά
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Κριαρά]
μιτά, πρόθ.,
βλ. μετά.
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μιτάρι το [mitári] Ο44 : εξάρτημα του αργαλειού με τη βοήθεια του οποίου ανοίγουν το στημόνι για να περάσει η σαΐτα με το υφάδι.

[ελνστ. μιτάριον υποκορ. του αρχ. μίτος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες