Παράλληλη αναζήτηση
4 εγγραφές [1 - 4] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μισώ [misó] -ούμαι Ρ10.9 & -ιέμαι Ρ10.1β : αισθάνομαι έντονη εχθρότητα για κπ. σε τέτοιο σημείο, ώστε να επιθυμώ το κακό του. ANT αγαπώ: Tον μισεί και θέλει να του κάνει κακό. || αποστρέφομαι, αντιπαθώ κτ.: Mισεί την υποκρισία / το ψέμα. (γνωμ.) τον πλούτο(ν) πολλοί εμίσησαν, τη(ν) δόξα(ν) ουδείς.
[αρχ. μισῶ]
[Λεξικό Κριαρά]
- μισώ· μτχ. παρκ. μισισμένος.
-
- I. Ενεργ.
- Ά Μτβ.
- 1) Εχθρεύομαι, φθονώ, μισώ:
- (Ασσίζ. 15225)·
- (με είδος σύστ. αντικ.):
- αντροπίασεν τον όρκον του απού την μεγάλην μισητίαν απού μας μισά (Μαχ. 25229).
- 2) Δεν επιθυμώ, δε θέλω κάπ. ή κ.· αντιπαθώ:
- Ήκαμε για τον κύρη του το πράμαν οπού εμίσα (Ερωτόκρ. Ά 823)·
- (σε ιδιάζ. χρ.):
- μισούσι τ' αμμάτια του μιας κορασιάς τα κάλλη να θωρούσι (Ερωφ. Β́ 269).
- 3)
- α) Αποστρέφομαι:
- μισά το ψέμαν (Ντελλαπ., Ερωτήμ. 330)·
- β) (ερωτικά) αποστρέφομαι, αποφεύγω:
- αυτείνη (ενν. η κόρη) δεν τον ήθελε και πάντα τον εμίσα, γιατί ήτον άσκημος (Ερωτόκρ. Β́ 465)·
- γ) (ερωτικά) μου γίνεται κάπ. βαρετός· περιφρονώ κάπ.:
- ωσάν τηνε κερδαίσουσι (ενν. οι άντρες την κορασά), ζιμιό τηνε μισούσι (Φορτουν. Γ́ 454).
- α) Αποστρέφομαι:
- 4) Διάκειμαι δυσμενώς, έχω κακή διάθεση απέναντι σε κάπ.:
- ο Θεός … τους άδικους οργίζεται και πάντοτε μισά τους (Αιτωλ., Μύθ. 4338).
- 1) Εχθρεύομαι, φθονώ, μισώ:
- Β́ (Αμτβ.) αισθάνομαι μίσος:
- μεγάλη χρεία και να μισώ και ν’ αγαπώ για να βρεθεί γιατρεία (Φαλιέρ., Ιστ. 86).
- Ά Μτβ.
- IΙ. (Μέσ.· προκ. για συναίσθημα) μετατρέπομαι σε μίσος:
- ωσάν μισηθεί η αγάπη χρεία είναι να φέρει και λόγια άτιμα (Διγ. Άνδρ. 33135).
- Η μτχ. παρκ. ως επίθ. =
- α) μισητός, απεχθής:
- αντάν η αρμαχιά της γυναίκας ένι μισισμένη (Άνθ. χαρ. (κυπρ.) 118)·
- β) μη ευνοούμενος, περιφρονημένος:
- είναι εις ανήρ δύο γεναίκες …, η αγαπημένη και η μισισμένη (Πεντ. Δευτ. XXI 15).
- α) μισητός, απεχθής:
[αρχ. μισέω. Η μτχ. παρκ. στο Somav. (λ. μισημένος). Η λ. και σήμ.]
- I. Ενεργ.
[Λεξικό Κριαρά]
- μισώδης, επίθ.
-
- Που μισεί:
- μισώδεις και κακοί άνθρωποι (Δωρ. Μον.XXXI).
[<ουσ. μίσος + κατάλ. ‑ώδης. Η λ. στο Steph.]
- Που μισεί:
[Λεξικό Κριαρά]
- μισωτής ο,
- βλ. μισητής.