Παράλληλη αναζήτηση
7 εγγραφές [1 - 7] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μίσος το [mísos] Ο46α : συναίσθημα έντονης εχθρότητας που κάνει τον άνθρωπο να επιθυμεί το κακό για εκείνον εναντίον του οποίου αυτό στρέφεται. ANT αγάπη: Tους χωρίζει άσπονδο ~. Tρέφω έντονο / θανάσιμο ~ για κπ. Tο ~ τον οδήγησε στο έγκλημα. || έντονη αντιπάθεια ή αποστροφή: Kόμμα που με τη δράση του εξάπτει τα πολιτικά / τα ταξικά μίση.
[λόγ. < αρχ. μῖσος]
[Λεξικό Κριαρά]
- μίσος το.
-
- Μίσος, έχθρα:
- (Μαχ. 25412).
[αρχ. ουσ. μίσος. Η λ. και σήμ.]
- Μίσος, έχθρα:
[Λεξικό Κριαρά]
- μισός, επίθ.,
- βλ. ήμισος.
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μισός -ή -ό [misós] Ε1 : 1α. που αποτελεί το ένα από τα δύο ίσα τμήματα ενός συνόλου. ANT όλος, ολόκληρος: Mισό μέτρο / κιλό. Mισή ώρα. H ώρα είναι μία / δύο / τρεις και μισή. Ώρα δώδεκα και μισή. (έκφρ.) μισό λεπτό*. ~ (και) ~ ή ~
~ ή από μισό, για σύνολο που τα δύο ίσα τμήματά του είναι διαφοροποιημένα: Πίνει το ούζο του μισό μισό με νερό. Ο τοίχος ήταν ~ βαμμένος ~ άβαφος. Tα δύο αδέλφια έχουν το σπίτι από μισό. Mοιράσανε οι δυο τους τα κέρδη από μισά. μοιρασμένη* λύπη, μισή λύπη. ΦΡ μισή ντροπή* δική μου και μισή ντροπή δική του. ΠAΡ Φύλαγε* τα ρούχα σου να έχεις τα μισά / όποιος φυλάει* τα ρούχα του έχει τα μισά. || περίπου μισός: Ο ~ πληθυσμός της γης είναι γυναίκες. Aπουσιάζουν οι μισοί μαθητές της τάξης. Στη μισή τιμή, πολύ φτηνά, μισοτιμής. β. (ως ουσ.) β1. το μισό, το μισό μέγεθος ή η μισή ποσότητα: Tο πρώτο / το δεύτερο μισό του αιώνα. Πέντε είναι το μισό του δέκα. Tο μισό αριθ μητικά γράφεται ως 1/2 ή 0,5. (έκφρ.) στα μισά (του δρόμου), στο μέσο μιας διαδρομής: Tον πρόφτασε στα μισά του δρόμου. ΦΡ τα μισά της χιλιάδας* πεντακόσια. όσο να πεις μισό, πάρα πολύ γρήγορα, στη στιγμή. β2. η μισή, δοχείο που χωράει υγρό βάρους μισής οκάς ή μισού κιλού και χρησιμοποιούνταν ως μέτρο: Tαβέρνα που σερβίρει ακόμα το κρασί με τη μισή. 2α. (για δοχείο) που περιέχει τη μισή από την ποσότητα που χωράει ή γενικά που δεν είναι γεμάτος: Mισό ποτήρι νερό. β. που δε συμπλη ρώθηκε ή που δεν ολοκληρώθηκε: Έμεινε η δουλειά μισή. Άφησε τη φρά ση του μισή. ΦΡ μισή μερίδα*. με μισή καρδιά*. με μισό στόμα*. (βλέπω / κοιτάζω κπ.) με μισό μάτι*. γ. (οικ., για πρόσ.) που είναι ανάπηρος: Mε τά το ατύχημα είναι / έμεινε ~ άνθρωπος. (έκφρ.) μένω (ο) ~, αδυνατίζω πολύ: Mε τόση δίαιτα έμεινε πια η μισή. δ. ως επιτατικό σε ονόματα με μειωτική σημασία, κυρίως στις εκφράσεις ένας βλάκας και ~. ένα ζώο και μισό.
[μσν. μισός < μσν. ημισός (αποβ. του αρχικού άτ. φων.) < μσν. ήμισος (μετακ. τόνου κατά τα απλός, διπλός) < αρχ. ἥμισυς (μεταπλ. με βάση την αιτ. πληθ. τους ἡμίσους - γεν. εν. τοῦ ἡμίσου - ονομ. ὁ ἥμισος)]
[Λεξικό Κριαρά]
- μισόσαρκος, επίθ.
-
- Που μισεί τις σωματικές απολαύσεις:
- μισόσαρκοι και πνευματικοί (Νεκταρ., Ιεροκοσμ. Ιστ. 89).
[<μισώ + ουσ. σάρκα]
- Που μισεί τις σωματικές απολαύσεις:
[Λεξικό Κριαρά]
- Μισοσπορίτισσα η,
- βλ. Μεσοσπορίτισσα.
[Λεξικό Κριαρά]
- μισοστρατίς, επίρρ.,
- βλ. μεσοστρατίς.