Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μισοφέγγαρο το [misoféŋgaro] Ο41 : η σελήνη, όταν σε δύο από τις φάσεις της έχει τη μορφή μηνίσκου· (πρβ. ημισέληνος). || (επέκτ.) το ίδιο το σχήμα.
[μισο- 1 + φεγγάρ(ι) -ο]