Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- μισοπεθαμένος, μτχ. επίθ.,
- βλ. μισοαποθαμένος.
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μισοπεθαμένος -η -ο [misopeθaménos] Ε3 : (για πρόσ.) 1. που είναι σχεδόν νεκρός: Tον έβγαλαν μισοπεθαμένο από τα ερείπια του σπιτιού του. 2. (μτφ.) που ορισμένες εκδηλώσεις ή χαρακτηριστικά του θυμίζουν εκεί να του νεκρού: Πέρασε τη νύχτα μισοπεθαμένη από το φόβο της σε μια σκοτεινή σπηλιά.
[μσν. μισοπεθαμένος < μισο- 1 + πεθαμένος μππ. του πεθαίνω]