Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μισθώνω
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μισθώνω [misθóno] -ομαι Ρ1 : 1. (νομ.) αποκτώ το δικαίωμα να χρησιμοποιήσω κτ. για ορισμένο χρόνο και με τον όρο ότι θα καταβάλω ορισμένο χρηματικό ποσό· (πρβ. νοικιάζω). ANT εκμισθώνω. ~ ένα ακίνητο, το νοικιάζω. ~ πλοίο, ναυλώνω. 2. προσλαμβάνω κπ. στην υπηρεσία μου έναντι ορισμένης αμοιβής: ~ εργάτες. || (επέκτ.) για παροχή παράνομων υπηρεσιών: ~ δολοφόνους.

[λόγ. < αρχ. μέσο ρ. μισθοῦμαι, ενεργ. μισθ(ῶ) `προσφέρω για μίσθωση΄ -ώνω]

[Λεξικό Κριαρά]
μισθώνω· μιστώνω.
  • Ναυλώνω:
    • (Κώδ. Χρονογρ. (Κοσμάς) 17).

[αρχ. μισθόω. Τ. ‑στώννω σήμ. κυπρ. Η λ. και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες