Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μισθός ο [misθós] Ο17 : 1α. (οικον.) η αμοιβή της μισθωτής εργασίας: Ονομαστικός* ~. Πραγματικός* ~. β. η μηνιαία χρηματική αμοιβή ενός υπαλλήλου: Mικρός ~ ή χαμηλός ~. ANT Mεγάλος ~ ή υψηλός ~. Οι εργαζόμενοι ζητούν αύξηση μισθών και ημερομισθίων. Ο δέκατος τρίτος ~, το δώρο των Xριστουγέννων. Bασικός* ~. (έκφρ.) ~ πείνας*. κόβω* σε κπ. μισθό. 2. (λογοτ.) ανταπόδοση ή ανταμοιβή για κτ.: Θα εισπράξουν το μισθό της προδοσίας. (έκφρ.) άξιος* ο ~ σου.
[λόγ. < αρχ. μισθός]
[Λεξικό Κριαρά]
- μισθός ο· μιστός.
-
- 1)
- α) Καθορισμένη αμοιβή που δίνεται ως αντάλλαγμα εργασίας ή υπηρεσίας, ανταμοιβή:
- (Προδρ. III 212), (Αιτωλ., Μύθ. 12111)·
- (προκ. για στρατιώτη):
- ο στρατιώτης … να πάρει τα χρήματα του μιστού αυτού (Χρον. βασιλέων 656).
- α) Καθορισμένη αμοιβή που δίνεται ως αντάλλαγμα εργασίας ή υπηρεσίας, ανταμοιβή:
- 2) Θεϊκή ανταμοιβή στη μέλλουσα ζωή για ενάρετες πράξεις:
- να του δώσει ο Θεός … να εύρει τον Παράδεισον, να λάβει τον μισθόν του (Θρ. Κύπρ. 822)·
- μισθόν ψυχικόν (Βακτ. αρχιερ. 149).
- 3) (Συνεκδ.) αγαθοεργία, ευεργεσία, ελεημοσύνη:
- Τώρα οι πλείστοι σου μισθοί σε φέρνουν (ενν. πάτερ Φραγκίσκε) εις τα ύψη (Σκλέντζα, Ποιήμ. 537· Ασσίζ. 14914).
[αρχ. ουσ. μισθός. Ο τ. και σήμ. λαϊκ. Η λ. και σήμ.]
- 1)
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μισθοσυντήρητος -η -ο [misθosindíritos] Ε5 : (για πρόσ.) που έχει ως μοναδικό βιοποριστικό μέσο ένα συνήθ. χαμηλό μισθό: Mισθοσυντήρητη οικογένεια. || (ως ουσ.) ο μισθοσυντήρητος: Διακοπές ή ταξίδια στο εξωτερικό είναι πράγματα απλησίαστα για μισθοσυντήρητους.
[λόγ. μισθ(ός) -ο- + συντηρη- (συντηρώ) -τος]