Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μισθωτός
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Κριαρά]
μισθωτός ο· μιστωτός.
  • Αυτός που προσφέρει εργασία ή υπηρεσία με αντάλλαγμα χρηματική αμοιβή, έμμισθος εργάτης, βοηθός:
    • (Καλλίμ. 1994
    • (σε μεταφ.· πβ. Κ.Δ. Ιω. 10, 12-3):
      • το εμπιστευθέν αυτῲ μέρος ως ποιμήν και ου μισθωτός καλώς εφύλαττε (Ψευδο-Σφρ. 39818· Πηγά, Χρυσοπ. 215 (13)).

[αρχ. ουσ. μισθωτός. Η λ. και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μισθωτός -ή -ό [misθotós] Ε1 : που τον έχουν μισθώσει· μισθωμένος: Mισθωτή εργασία, που ο εργαζόμενος προσφέρει στον εργοδότη έναντι ορισμένης αμοιβής: Εισόδημα από μισθωτές υπηρεσίες. || (ως ουσ.) ο μισθωτός, εργαζόμενος που πληρώνεται με ορισμένο μηνιαίο μισθό: Mέτρα που πλήττουν κυρίως τους μισθωτούς και τους συνταξιούχους.

[λόγ. < αρχ. μισθωτός `που έχει προσληφθεί με μισθό΄]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες