Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μισθοσυντήρητος -η -ο [misθosindíritos] Ε5 : (για πρόσ.) που έχει ως μοναδικό βιοποριστικό μέσο ένα συνήθ. χαμηλό μισθό: Mισθοσυντήρητη οικογένεια. || (ως ουσ.) ο μισθοσυντήρητος: Διακοπές ή ταξίδια στο εξωτερικό είναι πράγματα απλησίαστα για μισθοσυντήρητους.
[λόγ. μισθ(ός) -ο- + συντηρη- (συντηρώ) -τος]