Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μισεύω [misévo] Ρ5.2α μππ. μισεμένος : (λαϊκότρ.) φεύγω για ταξίδι, για άλλη χώρα και ιδίως ξενιτεύομαι.
[μσν. μισεύω `διαλύω συνεδρίαση, ξαποστέλνω, φεύγω΄ < μίσ(α) `απόλυση΄ < υστλατ. missa `απόλυση της λειτουργίας΄ -εύω]
[Λεξικό Κριαρά]
- μισεύω· μισεύγω· μτχ. ενεστ. μισευάμενος.
-
- 1)
-
- α1) Αναχωρώ, φεύγω, απομακρύνομαι:
- αν μισεύσειν βούλεσαι από την Ρωμανίαν, σήμερον έπαρε τα σα (Διγ. Esc. 344· Πανώρ. Έ 420)·
- α2) εκπατρίζομαι, ξενιτεύομαι:
- μισεύγω από την Κύπρον εις τα ξένα (Κυπρ. ερωτ. 596· Ιμπ. 249)·
- α3) (με τα ρ. διαβαίνω, πηγαίνω, κ.ά. συνών.):
- Ο Καμπανέσης όρθωσε κι εμίσεψε κι εδιάβη (Χρον. Μορ. H 1897· 5151)·
- α1) Αναχωρώ, φεύγω, απομακρύνομαι:
- β) αποσύρομαι, αποχωρώ:
- εμίσεψε, πάγει στην κάμερά τση (Ερωτόκρ. Γ́ 1052· Μαχ. 5223)·
- γ) αποστατώ:
- εμίσεψεν κι εδιάβη εις τον εχτρόν (Χρον. Μορ. H 3356)·
- δ) διαφεύγω, ξεφεύγω:
- ήθελε να με βάλει … σ' έν' αρχοντικό, κι εμίσεψα στανιό τση (Κατζ. Δ́ 81)·
- ε) (προκ. για πλοίο, στόλο, κ.τ.ό.) αποπλέω:
- (Πορτολ. A 32820), (Τζάνε, Κρ. πόλ. 2118).
-
- 2) Εγκαταλείπω (κάπ.) αβοήθητο:
- από τους χριστιανούς μηδέν μισέψεις μάλλον (ενν. συ, ο αρχιστράτηγος Μιχαήλης) (Αχέλ. 1330).
- 3) (Μεταφ. προκ. για χρον. διάστημα) περνώ, τελειώνω:
- η μέρα μάς μισεύγει (Ερωτόκρ. Δ́ 1772).
- 4) (Μεταφ.)
- α) εκλείπω, εξαφανίζομαι:
- Μίσεψε, τρόμε μου, λοιπό και φόβε μου περίσσε (Πανώρ. Β́ 225)·
- β) (προκ. για οργανική βλάβη) θεραπεύομαι:
- να ιαθούσιν τα αμμάτια του να του μισέψει η τυφλότης (Μορεζίν., Κλίνη Σολομ. 463).
- α) εκλείπω, εξαφανίζομαι:
- 5) (Μεταφ.)
- α) αναχωρώ από τη ζωή, πεθαίνω:
- με θάνατον καλόν … να μισέψει (Φαλιέρ., Ρίμ. 63· Χούμνου, Κοσμογ. 2811)·
- β) (με υποκ. τις λ. ψυχή, πνεύμα):
- απήτις μισέψει η ψυχή απού το κορμίν (Αποκ. Θεοτ. II 12· Κυπρ. ερωτ. 10463)·
- (προκ. για λιποθυμία):
- με το νερό να κάμομεν να στρέψει το μισεμένο πνεύμα στο κορμί της (Πιστ. βοσκ. IV 5, 334).
- α) αναχωρώ από τη ζωή, πεθαίνω:
- Φρ.
- 1) Μισεύει από τον λογισμόν μου κ. = παύω να σκέπτομαι κ.:
- (Θησ. Γ́ [211]).
- 2) Μισεύει ο νους μου = «χάνω τα μυαλά μου», σαστίζω, παραλογίζομαι:
- (Λίβ. N 1206).
- 3) Μισεύω από την ζωήν ή από τον κόσμον = πεθαίνω:
- (Ροδινός 208), (Ντελλαπ., Ερωτήμ. 2838).
[<ουσ. μίσσα (7. αι., Lampe) + κατάλ. ‑εύω. Ο τ. στο Βλάχ. και σήμ. ιδιωμ. Η λ. τον 9. αι. και σήμ. λαϊκ.]
- 1)