Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- μισάδι το.
-
- Κοντός γυναικείος μανδύας:
- (Κυπρ. ερωτ. 7614).
[<ουσ. μεσάλι με παρετυμ. επίδρ. του επιθ. μισός. Η λ. και τ. μεσάδι(ον) σε κείμ. του 15. αι. Τ. μεσάδιν σήμ. κυπρ.]
- Κοντός γυναικείος μανδύας: