Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μιναρές ο [minarés] Ο13 : ψηλός και στενός κυλινδρικός πύργος μουσουλ μανικού τεμένους, από τον εξώστη του οποίου ο μουεζίνης καλεί τους πιστούς να προσευχηθούν: Tζαμί με ένα / με δύο / με τέσσερις μιναρέδες. Aπό το ύψος του μιναρέ ακούστηκε η φωνή του μουεζίνη.
[τουρκ. minare (από τα αραβ.) -ς]