Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μιμούμαι
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μιμούμαι [mimúme] Ρ10.9β : α. κάνω ή προσπαθώ να κάνω αυτό που κάνει κάποιος άλλος, προσπαθώ να παραστήσω τις κινήσεις του, τη φωνή του κτλ.: ~ τη φωνή / τις κινήσεις / το ντύσιμο κάποιου. Ο παπαγάλος μιμείται τη φωνή του ανθρώπου. Tο παιδί μιμείται τις πράξεις των μεγάλων. Σήκωσε πρώτος το ποτήρι του και οι άλλοι τον μιμήθηκαν. ~ την υπογραφή κάποιου, την πλαστογραφώ. β. (για πνευματική και ιδ. καλλιτεχνική δημιουργία) παίρνω κπ. ή κτ. ως πρότυπο: Οι Ρωμαίοι μιμήθηκαν τους Έλληνες στην ποίηση, στην τέχνη κτλ. Ο Bιργίλιος στην Aινειάδα μιμείται τον Όμηρο.

[λόγ. < αρχ. μιμοῦμαι]

[Λεξικό Κριαρά]
μιμούμαι.
  • 1) Μιμούμαι κάπ. ή κ., ακολουθώ το παράδειγμα κάπ., αντιγράφω:
    • (Βίος Αλ. 2946), (Χρον. Τόκκων 2216
    • (σε ιδιάζ. χρ.):
      • γην του μιμείσθαι ουρανόν αυτός (ενν. ο Μάιος) παρασκευάζει (Διγ. Z 2754
    • φρ. μιμούμαι την χείρα κάπ. = προκ. για πλαστογράφηση αυτοκρατορικών εγγράφων:
      • (Γλυκά, Στ. 502).
  • 2) Παρομοιάζω:
    • σκώληκα τον ακοίμητον μιμούμαι την πενίαν, ήτις με τρώγει πάντοτε (Προδρ. III 228 χφ P κριτ. υπ).
  • 3) Μοιάζω:
    • ναρκίσσου γαρ το πρόσωπον την χροιάν εμιμείτο (Διγ. Gr. 2364).

[αρχ. μιμέομαι. Η λ. και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες