Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μιμικός -ή -ό
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μιμικός -ή -ό [mimikós] Ε1 : που έχει σχέση με το μίμο1: Mιμικές κινήσεις. || (ως ουσ.) η μιμική, η τέχνη του μίμου.

[λόγ. < ελνστ. μιμικός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες