Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μιμητής
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μιμητής ο [mimitís] Ο7 θηλ. μιμήτρια [mimítria] Ο27 : αυτός που μιμείται κπ. ή κτ.: Nα γίνουμε μιμητές των ένδοξων προγόνων μας. Kαλλιτεχνικό έργο που βρήκε πολλούς θαυμαστές και μιμητές.

[λόγ. < αρχ. μιμητής· λόγ. μιμη(τής) -τρια]

[Λεξικό Κριαρά]
μιμητής ο.
  • Αυτός που μιμείται κάπ. ή κ., που ακολουθεί το παράδειγμα ή την τακτική κάπ.:
    • (Ιστ. πατρ. 1362), (Κορων., Μπούας 67).

[αρχ. ουσ. μιμητής. Η λ. και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες