Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μιλφέιγ το [milféij] & μιλφέιγ η [milféij] Ο (άκλ.) : γλυκό που γίνεται με φύλλα ζύμης και κρέμα.
[λόγ. < γαλλ. mille-feuille· θηλ. κατά το πάστα]