Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μιλιούνι το [miliúni] Ο44α : (παρωχ.) το εκατομμύριο: Ένα ~ γρόσια. || (πληθ.) για πολύ μεγάλη και συνήθ. απροσδιόριστη ποσότητα ή πλήθος: Mιλιούνια οι εχθροί / τα κουνούπια.
[ιταλ. million(e) -ι ( [o > u] από κλειστή προφ. του [o] στα νότ. ιταλ.)]
[Λεξικό Κριαρά]
- μιλιούνι το· μιλιόνι· μιλούνιν.
-
- α) Εκατομμύριο:
- δύο μιλιούνια φλωρία (Χρον. σουλτ. 1417)·
- β) (στον πληθ.) προκ. να δηλωθεί πολύ μεγάλο πλήθος:
- Ηύρασι πρόβατα πολλά κι ήτονε μιλιόνια (Τζάνε, Κρ. πόλ. 3839).
[<ιταλ. milione. Η λ. στο Somav. (όπου και τ. ‑λού‑) και σήμ. συν. στον πληθ.]
- α) Εκατομμύριο: