Παράλληλη αναζήτηση
4 εγγραφές [1 - 4] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μιλιά η [milá] Ο24 : η ομιλία και ιδίως η ικανότητα του ανθρώπου να μιλάει: H μάγισσα του πήρε τη ~. Kόβεται η ~ κάποιου ή χάνει κάποιος τη ~ του, δεν μπορεί να μιλήσει ιδίως από φόβο, έκπληξη κτλ. Δε βγάζω ~, δε μιλάω: Άκουσε τις κατηγορίες αλλά δεν έβγαλε ~. (Mη βγάλεις) ~!, μη μιλήσεις. ΦΡ στόμα* έχει και ~ δεν έχει.
[μσν. μιλιά < μιλία (συνίζ. για αποφυγή της χασμ.) < ελνστ. ὁμιλία `συζήτηση, κήρυγμα΄ (αποβ. του αρχικού άτ. φων.), αρχ. σημ.: `συναναστροφή΄ (σύγκρ. μιλώ)]
[Λεξικό Κριαρά]
- μιλία, μιλιά η,
- βλ. ομιλία.
[Λεξικό Κριαρά]
- μιλιαράς ο.
-
- Αυτός που κατασκευάζει, επισκευάζει και πουλεί μιλιάρια (βλ. ά. ‑ιν), λεβητοποιός, χαλκωματάς (εδώ ως πλανόδιος τεχνίτης ή πωλητής):
- εδώ διαβαίνει ο μιλιαράς και καταπίασέ τον (Προδρ. ΙΙ 54-1 χφ H κριτ. υπ).
[<ουσ. μιλιάριν + κατάλ. ‑άς]
- Αυτός που κατασκευάζει, επισκευάζει και πουλεί μιλιάρια (βλ. ά. ‑ιν), λεβητοποιός, χαλκωματάς (εδώ ως πλανόδιος τεχνίτης ή πωλητής):
[Λεξικό Κριαρά]
- μιλιάριν το.
-
- Ψηλό χάλκινο καζάνι, πλατύτερο στη βάση και στενότερο προς τα επάνω, όπου ζεσταινόταν νερό συν. για οικιακή χρήση:
- κόπτε ξύλον βάλε νερόν και φέρε το μιλιάριν (Προδρ. IV 112 χφ H κριτ. υπ).
[μτγν. ουσ. μιλιάριον (<λατ. miliarium)]
- Ψηλό χάλκινο καζάνι, πλατύτερο στη βάση και στενότερο προς τα επάνω, όπου ζεσταινόταν νερό συν. για οικιακή χρήση: