Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- μικρόψυχος, επίθ.
-
- α) Που δεν έχει ψυχική δύναμη, σθένος· λιπόψυχος:
- (Μανασσ., Ποίημ. ηθ. 114)·
- μικρόψυχος ως ο Πέτρος (Πηγά, Χρυσοπ. 115 (13))·
- β) που δείχνει έλλειψη ψυχικής δύναμης και αντοχής:
- μη σε νικήσει ο πόνος, μη πάθεις τι μικρόψυχον (Γλυκά, Στ. 301).
[αρχ. επίθ. μικρόψυχος. Η λ. και σήμ.]
- α) Που δεν έχει ψυχική δύναμη, σθένος· λιπόψυχος:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μικρόψυχος -η -ο [mikrópsixos] Ε5 : (για πρόσ.) που είναι κακός, έτσι ώστε να μη συγχωρεί αυτούς που τον βλάπτουν ούτε να ευεργετεί αυτούς που έχουν ανάγκη. ANT μεγαλόψυχος, μεγαλόκαρδος: ~ άνθρωπος. || (επέκτ.): Mικρόψυχη πράξη.
μικρόψυχα ΕΠIΡΡ. [λόγ. < αρχ. μικρόψυχος]