Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μικρόσωμος -η -ο [mikrósomos] Ε5 : (για πρόσ. ή ζώο) που έχει μικρές σωματικές διαστάσεις. ANT μεγαλόσωμος.
[λόγ. μικρο- 1 + σώμ(α) -ος κατά το αντ. μεγαλόσωμος]