Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- μικρούτσικος, επίθ.
-
- 1) (Προκ. για μέγεθος) πολύ μικρός:
- άστρα τα μικρούτσικα (Διήγ. παιδ. 574).
- 2) (Προκ. για ηλικία) πολύ μικρός, μικρούλης· νεαρός:
- παιδίν μικρούτσικον, τετραμηναίον (Βυζ. Ιλιάδ. 134· Ντελλαπ., Ερωτήμ. 1214).
- 3) Ασήμαντος:
- κρίνε το μικρούτσικον ώσπερ και το μεγάλο (Ντελλαπ., Ερωτήμ. 639).
- Το αρσ. ως ουσ. = νεαρός (θωπευτ.):
- τότε κι εγώ ο μικρούτσικος αγάπησα κοράσιο (Εκατόλ. Μ 3).
- Το ουδ. επιρρ. = (χρον.) για λίγο:
- εσκόπησεν μικρούτσικον (Χρον. Μορ. P 3454).
[<επίθ. μικρός + κατάλ. ‑ούτσικος. Η λ. στο Βλάχ. (‑τζ‑) και σήμ.]
- 1) (Προκ. για μέγεθος) πολύ μικρός: