Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- μικρούλης, επίθ.
-
- 1) (Προκ. για μέγεθος) πολύ μικρός:
- βάρκα … μικρούλα (Θησ. ΙΒ́ [852]).
- 2) (Προκ. για ηλικία) πολύ μικρός· νεαρός:
- Μικρούλης επαντρεύτηκε (Ερωτόκρ. Ά 33).
[<επίθ. μικρός + κατάλ. ‑ούλης. Η λ. στο Du Cange (θηλ., λ. μίκρουλος) και σήμ.]
- 1) (Προκ. για μέγεθος) πολύ μικρός: