Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- μικροπρεπής, επίθ.
-
- Χαμερπής, πρόστυχος:
- (Γλυκά, Αναγ. 124).
[αρχ. επίθ. μικροπρεπής. Η λ. και σήμ.]
- Χαμερπής, πρόστυχος:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μικροπρεπής -ής -ές [mikroprepís] Ε10 : που χαρακτηρίζεται από ταπεινά, αναξιοπρεπή αισθήματα, που συμπεριφέρεται με μικροπρέπεια: ~ άνθρωπος / πράξη.
μικροπρεπώς ΕΠIΡΡ. [λόγ. < αρχ. μικροπρεπής· λόγ. < ελνστ. μικροπρεπῶς]