Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μικροπράγματα
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μικροπράγματα τα [mikropráγmata] & μικροπράματα τα [mikroprá mata] Ο49 : 1. αντικείμενα με πολύ μικρές διαστάσεις, συνήθ. ευτελούς αξίας: Γεμίζει την τσάντα της με καλλυντικά και άλλα ~. 2. (μτφ.) για ασήμαντα ζητήματα, υποθέσεις, ποσότητες κτλ.: Συζητάνε / μαλώνουν για μικροπράματα. Πώς πήγαν σήμερα οι εισπράξεις; - Mικροπράματα.

[μικρο- 1 + πράματα & λόγ. επίδρ. κατά το πράγματα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες