Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μικροοργανισμός ο [mikroorγanizmós] Ο17 : κάθε μικρόβιο ιδίως παθογόνο: Tο νερό δεν είναι πόσιμο, γιατί έχει μικροοργανισμούς.
[λόγ. < γαλλ. micro-organisme < micro- = μικρο- 1 + organisme = οργανισμός]