Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μικροκαλλιεργητής
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μικροκαλλιεργητής ο [mikrokalierjitís] Ο7 : αυτός που καλλιεργεί μικρής έκτασης γη.

[λόγ. μικρο- 1 + καλλιεργητής]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες