Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μικροβιολογικός -ή -ό
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μικροβιολογικός -ή -ό [mikroviolojikós] Ε1 : που έχει σχέση με τη μικροβιολογία: Mικροβιολογικό εργαστήριο. Mικροβιολογική εξέταση αίματος / ούρων.

[λόγ. < γαλλ. microbiologique < microbiolog(ie) = μικροβιολογ(ία) -ique = -ικός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες