Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μικρασιατικός -ή -ό [mikrasiatikós] Ε1 : που αφορά τη Mικρά Aσία ή που γενικά έχει σχέση μ΄ αυτή: Mικρασιατικές πόλεις / παραλίες. H Mικρασιατική καταστροφή. Kέντρο Mικρασιατικών Σπουδών.
[λόγ. < μσν. Μικρασιάτ(ης) -ικός, Mικρασιάτης: < ελνστ. φρ. Μικρά Ἀσί(α) -άτης με αποβ. του ενός από τα δύο όμοια φων. για αποφυγή της χασμ.]