Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μικρέμπορος ο [mikrémboros] Ο20α & (προφ.) μικρέμπορας ο [mikrém boras] Ο5 : έμπορος που ασχολείται με το μικρεμπόριο.
[λόγ. < ελνστ. μικρέμπορος· μεταπλ. κατά το έμπορος > έμπορας]