Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μικρά
7 εγγραφές [1 - 7]
[Λεξικό Κριαρά]
μικρά, επίρρ.
  • Λίγο, λιγάκι:
    • αναγελούν (ενν. οι αγράμματοι) τον φρόνιμον, όντα μικρά σκοντάψει (Ντελλαπ., Ερωτήμ. 1170).

[<επίθ. μικρός]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μικραίνω [mikréno] Ρ7.4α : ANT μεγαλώνω. 1α. γίνομαι πιο μικρός: Λες και μίκρυνε το δωμάτιο τώρα που το επιπλώσαμε. Mίκρυνε ένα ρούχο, έγινε στενό και κοντό. Kαθώς πλησιάζει ο χειμώνας, οι ημέρες αρχίζουν να μικραίνουν. ΠAΡ Mεγάλωσε το γαϊδουράκι* και μίκρυνε το σαμαρά κι. β. κάνω κτ. πιο μικρό: ~ μία ποσότητα, τη μειώνω. H απόσταση μικραίνει τα αντικείμενα, τα κάνει να φαίνονται πιο μικρά. 2. (για πρόσ.) γίνομαι και ιδίως φαίνομαι πιο νέος: Kάθε φορά που τη βλέπω νομίζω ότι μικραίνει, δείχνει όλο και πιο νέα. Σε μικραίνουν τα κοντά μαλλιά.

[μσν. μικραίνω < μικρ(ός) -αίνω ή ελνστ. μικρ(ύνω) μεταπλ. -αίνω]

[Λεξικό Κριαρά]
μικραίνω· σμικραίνω — σμικρύνω· αόρ. εμίκρανα· εμίκρυνα.
  • I. Ενεργ.
    • Ά Μτβ.
      • 1)
        • α) Κάνω κ. μικρότερο· ελαττώνω, μειώνω:
          • θαρρεί πως είναι άξα τιμή περίσσα να μικρύνει (Πανώρ. Δ́ 341
        • β) υποτιμώ:
          • το κατόρθωμα … πολλοί εναντίοι θέλουσι … να το σμικρύνουν (Κύριλλ. Κων/π. 375).
      • 2) Συντομεύω:
        • να αυξηθούσι (ενν. οι κανόνες της Εκκλησίας) ή να τους μικρύνουν (Χριστ. διδασκ. 500).
    • Β́ Αμτβ.
      • 1) Γίνομαι μικρότερος, ελαττώνομαι, λιγοστεύω:
        • εκ το μέρος το εμόν … ου μη μικρύνει τίποτες· πάντα εις εσέ να στέκω (Πόλ. Τρωάδ. 5797).
      • 2) (Μεταφ.) υποβιβάζομαι κοινωνικά, ξεπέφτω:
        • είδα … αφέντες κι εμικράνασι (Φαλιέρ., Ρίμ. 199).
  • II. (Μέσ., μεταφ.) νιώθω μικρός, ασήμαντος:
    • σμικραίνομαι τηρώντα σε, Θεέ (Σκλέντζα, Ποιήμ. 64).

[<αρχ. μικρύνω. Ο τ. σμικρύνω ήδη μτγν. Η λ. στο Βλάχ. και σήμ.]

[Λεξικό Κριαρά]
μικράκι, επίθ. ουδ.· μικράκιν.
  • (Πολύ) μικρό
    • α) (σε μέγεθος, μήκος):
      • περιστερόπουλο … μικράκι (Φορτουν. Έ 56· Ροδολ. Αφ. 48
    • β) (σε έκταση):
      • νησίν μικράκιν (Πορτολ. Β 2326‑7
    • γ) (σε ηλικία):
      • δυο μικράκια μου παιδιά (Ερωφ. Γ́ 297).
  • Η λ. ως άκλ. (εδώ με ουσ. αρσ. γένους) =
    • α) πολύ μικρός (σε έκταση):
      • από μικράκι τόπο (Γύπ. Πρόλ. Διός 40
    • β) ασήμαντος, παραμικρός:
      • 'ς πάσα μικράκι σου ορισμό (Ερωφ. Ά 370).
  • Η λ. ως ουσ. = μικρό παιδί:
    • μικράκια ομάδι αναθραφήκαμε (Στάθ. Ιντ. β́ 71).
  • [<ουδ. του επιθ. μικρός + κατάλ. ‑άκι· πβ. μιτσάκι, ολιγάκι. Η λ. ως ουσ. στο Somav. και σήμ.]

    [Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
    μικρανεψιός ο [mikranepsxós] Ο17 θηλ. μικρανεψιά [mikranepsxá] Ο24 : γιος του ανεψιού ή της ανεψιάς.

    [λόγ. μικρ(ο)- + ανεψιός, ανεψιά]

    [Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
    μικρασιατικός -ή -ό [mikrasiatikós] Ε1 : που αφορά τη Mικρά Aσία ή που γενικά έχει σχέση μ΄ αυτή: Mικρασιατικές πόλεις / παραλίες. H Mικρασιατική καταστροφή. Kέντρο Mικρασιατικών Σπουδών.

    [λόγ. < μσν. Μικρασιάτ(ης) -ικός, Mικρασιάτης: < ελνστ. φρ. Μικρά Ἀσί(α) -άτης με αποβ. του ενός από τα δύο όμοια φων. για αποφυγή της χασμ.]

    [Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
    μικράτα τα [mikráta] Ο39 : (λογοτ., λαϊκότρ.) η παιδική ηλικία του ανθρώπου: Aπό τα ~ του ως τα βαθιά γεράματα. Παίζει τώρα που μεγάλωσε μια και δεν έπαιξε στα ~ του.

    [μικρ(ός) -άτα κατά τα νιάτα]

    < Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
    Μετάβαση στη σελίδα:Βρες