Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μιζαμπλί η [mizamplí] & μιζαμπλί το [mizamplí] Ο (άκλ.) : κομμωτική διαδικασία με την οποία δίνουν στα βρεγμένα μαλλιά ορισμένη μορφή η οποία διατηρείται, όταν αυτά στεγνώσουν: Έκανε τα μαλλιά της ~. Ρολά / μπικουτί για τη ~.
[λόγ. < γαλλ. (θηλ.) mise en plis]