Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μιγαδικός -ή -ό [miγaδikós] Ε1 : (μαθημ.) που αναφέρεται στους μιγάδες αριθμούς: Mιγαδική ρίζα / συνάρτηση. Mιγαδικοί αριθμοί, οι μιγάδες αριθμοί.
[λόγ. μιγαδ- (μιγάς) -ικός (διαφ. το μσν. μιγαδικός `για μοναχούς που ζουν σε κοινόβιο και όχι σαν ερημίτες΄)]