Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μιαίνω [miéno] -ομαι Ρ7.2 : (λόγ.) α. μολύνω κτ. ιδίως από θρησκευτική, ηθική κτλ. άποψη: Aποφεύγουν να μιλούν με αλλόθρησκους για να μη μιανθούν. β. (σπάν.) μολύνω κτ. προκαλώντας του υλική φθορά: Mίαναν τους τάφους / το ναό, τους βεβήλωσαν.
[λόγ. < αρχ. μιαίνω]
[Λεξικό Κριαρά]
- μιαίνω· ?αόρ. εμίωσαν.
-
- I. Ενεργ.
- 1) Κηλιδώνω, λερώνω, μολύνω (μεταφ.):
- (Ιστ. Βλαχ. 1968), (Διγ. Gr. 2291), (Βίος Αλ. 5720).
- 2) Βεβηλώνω:
- εμίαναν (ενν. τα έθνη) τον ναόν (Ιστ. πολιτ. 2121).
- 3) Διαφθείρω, ατιμάζω:
- τα τρυφερά θυγάτρια … να μην τα μιάνουσιν (Θρ. Κύπρ. Μ 64).
- 4) Ντροπιάζω:
- Η γυνή … εις τους εχθρούς βούλεται να σε μιάνει (Συναξ. γυν. 306).
- 1) Κηλιδώνω, λερώνω, μολύνω (μεταφ.):
- II. (Μέσ.) μολύνομαι·
- (μεταφ.) αμαρτάνω, κολάζομαι:
- γέρων επόρνευεν και εμιαίνετον (Χρον. βασιλέων 1086).
- (μεταφ.) αμαρτάνω, κολάζομαι:
- Η μτχ. παρκ. ως επίθ. =
- α) ακάθαρτος, λερωμένος:
- (Διγ. Gr. 1157)·
- β) (μεταφ.) μιαρός, ρυπαρός:
- έθη μεμιασμένα (Βίος Αλ. 5717).
- α) ακάθαρτος, λερωμένος:
[αρχ. μιαίνω. Η λ. και σήμ.]
- I. Ενεργ.