Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μηχανουργός ο [mixanurγós] Ο17 : τεχνίτης ή τεχνικός ειδικός στη μηχανουργία.
[λόγ. < μσν. μηχανουργός `τεχνίτης΄ < μηχανουργ(ία) -ός (αναδρ. σχημ.)]
[Λεξικό Κριαρά]
- μηχανούργος, επίθ.
-
- Πανούργος, δόλιος:
- αλώπηξ πονηρά … και μηχανούργος (Συναξ. γαδ. 44).
[παλαιότ. επίθ. μηχανουργός (Ησύχ., L‑S Suppl., στη λ. ΙΙ) με επίδρ. των πανούργος, κακούργος]
- Πανούργος, δόλιος: