Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μηχανοκίνητος -η -ο
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μηχανοκίνητος -η -ο [mixanokínitos] Ε5 : 1. που κινείται, λειτουργεί κτλ. με μηχανή: ~ αργαλειός. Mηχανοκίνητο όχημα. Mηχανοκίνητα αθλήμα τα. || (ως ουσ.) τα μηχανοκίνητα, στρατιωτικά οχήματα που χρησιμοποιούνται ιδίως για μεταφορά προσωπικού. 2. που για τη μεταφορά του χρησιμοποιούνται μηχανοκίνητα οχήματα: Mηχανοκίνητο τάγμα πεζικού.

[λόγ. μηχανο- + -κίνητος μτφρδ. αγγλ. mechanically-driven]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες