Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μηχανογράφηση η [mixanoγráfisi] Ο33 : η καταγραφή στοιχείων σε ηλεκτρονικό υπολογιστή που στοχεύει στην καλύτερη οργάνωση μιας υπηρεσίας, ενός οργανισμού κτλ.: Yπηρεσία μηχανογράφησης ενός υπουργείου / μιας εταιρείας.
[λόγ. < γαλλ. mécano graphie < mécano- = μηχανο- + -graphie = -γράφη(σις) -ση]