Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μηχανισμός ο [mixanizmós] Ο17 : 1. συνδυασμός εξαρτημάτων ενός μηχανήματος και ο τρόπος με τον οποίο αυτά λειτουργούν: Ο ~ των φρένων / της συρόμενης πόρτας. Aνοίγει το ρολόι για να μελετήσει το μηχανι σμό του. Aπλός / σύνθετος / πολύπλοκος ~. 2. (μτφ.) οργανωμένο σύνολο προσώπων, μέσων κτλ. που λειτουργεί όπως ένα μηχάνημα για την επίτευξη ορισμένου σκοπού: Ο κρατικός ~. Ο ~ ενός υπουργείου. H καταπολέμηση της γραφειοκρατίας προσκρούει σε μηχανισμούς που αυτή έχει δημιουργήσει.
[λόγ. μηχαν(ή) -ισμός μτφρδ. γαλλ. mécanisme (mécanique = μηχανική) & αγγλ. machinery < machine (δες ουσ. μηχανικός)]