Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μηχανεύομαι [mixanévome] Ρ5.1β : επινοώ ένα τέχνασμα ή δόλο: Δες τι μηχανεύτηκε για να με ξεγελάσει.
[λόγ. < αρχ. μηχανεύομαι]
[Λεξικό Κριαρά]
- μηχανεύομαι.
-
- (Μτβ. και αμτβ.)
- 1)
- α) Επινοώ, τεχνάζομαι, σκαρώνω κ.:
- (Αιτωλ., Μύθ. 231), (Αλεξ. 1516)·
- (με σύστ. αντικ.):
- μηχανεύεται μίαν μηχανήν παράνομον (Μορεζίν., Κλίνη Σολομ. 418)·
- β) (με αιτιατ. προσώπου) επινοώ κ. εναντίον κάπ.:
- όσον σε ομνύει (ενν. ο Ρωμαίος) …, τόσον σε μηχανεύεται διά να σε απεργώσει (Χρον. Μορ. H 1254).
- α) Επινοώ, τεχνάζομαι, σκαρώνω κ.:
- 2) Σκέφτομαι, λογαριάζω, σχεδιάζω:
- Οι Φράγκοι εμηχανεύτησαν ωσάν κι οι Βενετίκοι (Χρον. Μορ. H 849).
- 3) (Μέσ. και ενεργ.) εξαπατώ, ξεγελώ:
- (Ερμον. Α 39)·
- ο μάστορας ο ζαριστής θέλει … μ’ αδικιάν … να μηχανεύει (Σαχλ. Á PM 173).
- Η μτχ. παρκ. ως επίθ. = πονηρός, πανούργος:
- ω βασιλεύ … μηχανεμένε, εφευρετά, αδικοδολοπλόκε (Φλώρ. 733).
[μτγν. μηχανεύομαι. Τ. ‑εύγομαι στο Βλάχ. και ‑εύγω στο Somav. (λ. ‑ω). Η λ. και σήμ.]