Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μηχανάκι το [mixanáki] Ο44α : 1. δίκυκλο μηχανοκίνητο όχημα μικρής ιπποδύναμης· μοτοποδήλατο: Mε τα πρώτα του χρήματα αγόρασε ~. 2. μικρό μηχάνημα. 3. (μτφ.) άτομο που εργάζεται και λειτουργεί χωρίς πρωτοβουλία ή που εργάζεται πολύ ή που απασχολείται σε διαφορετικές εργασίες συνεχώς: ~ έγινα· από το πρωί ως το βράδυ τρέχω.
[μηχα ν(ή)I3 -άκι]