Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μηχάνημα το [mixánima] Ο49 : κάθε μηχανή που διαθέτει τα κατάλληλα εξαρτήματα, ώστε να κάνει ορισμένη εργασία: Γεωργικό / ανυψωτικό ~. H επιχείρηση εφοδιάζεται με σύγχρονα μηχανήματα.
μηχανηματάκι το YΠΟKΟΡ. [λόγ. < αρχ. μηχάνημα `μηχανικό εφεύρημα΄]
[Λεξικό Κριαρά]
- μηχάνημα το· μηχάνημαν.
-
- 1) Μηχανή, συσκευή:
- (Χρον. Τόκκων 3517)·
- (μεταφ.):
- το μέγα … μηχάνημα του ουρανού, οπού ολοένα κινάται ωσάν τον μύλον (Ροδινός 76).
- 2) Επινόημα, εφεύρεση:
- Κατασκευής μηχάνημα φέρει πολλάκις βία (Καλλίμ. 1748).
- 3) Πολεμική μηχανή:
- (Χρον. Τόκκων 392).
- 4) Τέχνασμα, κόλπο· σόφισμα:
- (Φυσιολ. (Legr.) 34), (Φλώρ. 1599, 1631).
- 5) Σχέδιο, συμφωνία:
- μετά τον πατέραν της μηχάνημαν εποίκεν να στήσει ρένταν …, είτις νικήσει … άνδρα να της τον δώσει (Ιμπ. 779).
- 6) Δόλος, δολοπλοκία, μεθοδεία:
- (Καλλίμ. 2421), (Λίβ. Sc. 1669), (Ιστ. Ηπείρ. XII13).
[αρχ. ουσ. μηχάνημα. Η λ. και σήμ.]
- 1) Μηχανή, συσκευή: